- φλαμένκο ή φλαμίνγκο
- (flaménco). Είδος λαϊκής μουσικής σύνθεσης και χορού των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας στην Ισπανία. Eυρύτερα ο όρος σημαίνει τον πολιτισμό, την ποίηση και τη γλώσσα αυτών των ανθρώπων. Μια σειρά από κοινωνικούς παράγοντες ήταν η αιτία να δημιουργηθεί το φ., στο οποίο οι Τσιγγάνοι εκφράζουν με θλίψη τους πόνους και τα βάσανά τους. Πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αι. Χαρακτηριστικό όλων των ρυθμών του είναι η κυματοειδής μουσική του με πολλά αραβικά στοιχεία, στην οποία δεσπόζει η μελαγχολία. Τα στιλ και οι φόρμες του φ. είναι πολλών ειδών, με αξιολογότερα τα: Λες τονάς, Λες αλεγκρίας, Λα κάνια, Λες φαντάγκος.
Σκηνή από την πρόβα χορευτικής ομάδας φλαμένκο στο στάδιο της Σεβίλης τον Αύγουστο του 1999 (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.